Η
καθοριστική συμβολή ενός άξιου ηγήτορα, του διοικητή της VII Μεραρχίας
Πεζικού, στον θρίαμβο των ελληνικών όπλων. Συμβολή που συνήθως αγνοείται
κατά τους εορτασμούς της ιστορικής επετείου.
Από τους πρώτους μήνες του 1939 τα σύννεφα του πολέμου αρχίζουν να εμφανίζονται στον ευρωπαϊκό ουρανό.
Το
πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1939 η Ιταλία, με τη σύμφωνη γνώμη της
Γερμανίας, καταλαμβάνει, με σαθρές αιτιολογίες, την Αλβανία, για ν'
αποκαλύψει έτσι τα επεκτατικά σχέδια της στον χώρο της Χερσονήσου του
Αίμου και στη Μεσόγειο.
Η
κατάληψη της Αλβανίας και η προώθηση ισχυρών ιταλικών δυνάμεων προς την
ελληνοαλβανική μεθόριο ήταν φυσικό ν' ανησυχήσουν την ελληνική
κυβέρνηση, η οποία σπεύδει να ενισχύσει με μικρές μονάδες τους τομείς
ευθύνης της VIII Μεραρχίας (Ήπειρος) και της IX Μεραρχίας (Δ.
Μακεδονία). Να τονίσουμε εδώ ότι από το 1936 έχει γίνει μια μεγάλη
προσπάθεια ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων σε ελαφρύ και βαρύ οπλισμό.
Ο
Μουσολίνι, με προσωπικές επιστολές προς τον Ιωάννη Μεταξά, προσπαθούσε
να τον πείσει για τις φιλικές σχέσεις των δύο λαών και ότι η Ιταλία θα
σεβόταν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.
Ο
διοικητής της VIII Μεραρχίας υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, ο
οποίος γνωρίζει όλες τις κινήσεις των Ιταλών στο αλβανικό έδαφος,
περνάει στιγμές αγωνίας γιατί η δύναμη της μεραρχίας είναι ασήμαντη και
δεν έχει γίνει καμιά αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το Γενικό Επιτελείο
Στρατού δεν το είχε απασχολήσει ως το 1939 το ενδεχόμενο ιταλικής
επίθεσης από την ξηρά. Γι' αυτό δεν υπήρχε σχέδιο επιχειρήσεων για την
αντιμετώπιση αυτής της απειλής. Όμως, από το 1914, περίοδο του αγώνα των
Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου για την αυτονομία τους, η Ιταλία έχει
αποκαλύψει τα σχέδια της για την κυριαρχία της στην Αδριατική και στη
χερσόνησο του Αίμου.
Οι
αγωνίες του Κατσιμήτρου κορυφώνονται όταν την Κυριακή του Πάσχα (9
Απριλίου 1939) έλαβε τηλεφωνικά (χωρίς έγγραφη επιβεβαίωση) από το ΓΕΣ
μια διαταγή «γρίφο» η οποία, μεταξύ των άλλων, περιείχε τούτες τις
διαφορούμενες εντολές:
«Η
κυβέρνηση εν όψει ενδεχομένης εισβολής του ιταλικού στρατού εις
ημέτερον έδαφος, εξουσιοδοτεί τον διοικητήν της μεραρχίας να
επιστράτευση ταύτην και δίδει αυτώ εντολήν ν' απόκρουση δια των όπλων
πάσαν απόπειραν εισβολής».
Στη
διαταγή τονίζεται ιδιαίτερα ότι: «Η επιστράτευσις της μεραρχίας θα
ενεργηθή μόνο εν περιπτώσει επιθέσεως σοβαρών ιταλικών δυνάμεων κατά της
μεθορίου...» Δηλαδή χρονικά αδύνατο, γιατί επιστράτευση στο θέατρο των
επιχειρήσεων είναι ανέφικτη, εφόσον διεξάγονται επιχειρήσεις, ή
τουλάχιστον είναι άκαιρη. Ακόμη, στην Ήπειρο δεν υπήρχε οργανωμένη
τοποθεσία για την κάλυψη της επιστράτευσης με αμυντικό αγώνα.
Ο
Χ. Κατσιμήτρος στο βιβλίο του Η Ήπειρος προμαχούσα (σελίδες 18-19)
γράφει: «Είναι ευνόητον πάσας και ποίας βαρυτάτας ευθύνας δημιουργεί η
εντολή αυτή εις τον διοικητήν της Μεραρχίας, όστις όμως δεν είχε τα μέσα
ίνα εκπλήρωση την αποστολήν του». Και συνεχίζει: «Καθ' όλην την μακράν
αυτού στρατιωτ-κήν ζωήν και τους τεσσάρας πολέμους εις ους μετέσχεν από
του 1912 και εντεύθεν, τους αγώνας και τας μάχας εις ας έλαβε μέρος,
ουδέποτε ευρέθη υπό δυσμενεστέρας και δυσχερεστέρας περιστάσεις εν τη
εκτελέσει των καθηκόντων του».
Ο
Χ. Κατσιμήτρος επισκέπτεται συχνά τις μονάδες της μεραρχίας από την
Κακαβιά ως την Πρέβεζα, και με ομιλίες του προς τα στελέχη και τους
οπλίτες τονώνει ιδιαίτερα το ηθικό. Δίνει επιτόπου εντολές, κυρίως στα
τμήματα προκαλύψεως. Μεταβάλλει τη Μεραρχία σε εργοτάξιο αμυντικής
οργάνωσης του εδάφους στον βόρειο μα και στον παραλιακό τομέα, αφού η
απειλή είναι σχεδόν σφαιρική. Έχει επιλέξει ως κύρια αμυντική προσπάθεια
την τοποθεσία Ελαίας. Διαμαρτύρεται εντονότατα προς το Γενικό Επιτελείο
Στρατού για την μη διάθεση επαρκών πιστώσεων για την αμυντική οργάνωση
του εδάφους.
Το
αμυντικό δόγμα του Γενικού Επιτελείου Στρατού και της κυβέρνησης έχει
μείνει στις αρχές άμυνας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δηλαδή στη στατική
άμυνα βασισμένη στην οχύρωση του εδάφους και όχι στην οργάνωση ευέλικτων
και ταχυκίνητων μονάδων. Από τις 4 Μαΐου 1939 συντάχθηκε το σχέδιο IB
(Ιταλία -Βουλγαρία) που ιεραρχούσε τις απειλές αντίστροφα: «Βουλγαρία -
Ιταλία». Για την αμυντική οργάνωση του εδάφους από τον Απρίλιο του 1939
ως τον Οκτώβριο του 1940 επί συνολικής δαπάνης 851 εκατ. δραχμών,
διετέθησαν 769 εκατ. (90,4%) για οχυρωματικά έργα στον βουλγαρικό τομέα
και 82 εκατ. (9,6%) στον αλβανικό, αν και ήταν πλέον ορατή η ιταλική
απειλή.
Η
αμυντική οργάνωση του εδάφους στην Ήπειρο, για τον στρατηγό Κατσιμήτρο,
ήταν μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας του σχεδίου του,
μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων. Τον συγκινεί
ιδιαίτερα η εθελοντική προσφορά εργασίας των κατοίκων.
Οι
απροκάλυπτες πλέον υποσχέσεις προς τους Αλβανούς των Μουσολίνι, Τσιάνο
και στρατάρχη Μπαντόλια, για επέκταση των ορίων της Αλβανίας προς
«Τσαμουριά», η προώθηση σοβαρών ιταλικών δυνάμεων με επιθετική διάταξη,
υποχρεώνουν το Γενικό Επιτελείο Στρατού στα τέλη του μηνός Αυγούστου
1939 να διατάξει την μερική αρχικά και καθολική αργότερα (5 Οκτωβρίου
1940), επιστράτευση της VIII Μεραρχίας. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι Ιταλοί
«Τσαμουριά» έλεγαν την «Θεσπρωτία», γιατί εκεί υπήρχε η μειονότητα των
Τουρκαλβανών «Τσάμηδων», οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού
πολέμου διέπραξαν βιαιότητες κατά του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής.
Το
1940 βρίσκει τη Μεραρχία σε πλήρη οργασμό, που καλύπτει όλους τους
τομείς (οργάνωση, εκπαίδευση, αμυντική οργάνωση του εδάφους, διασπορά
αποθηκών) από τη μια άκρη ως την άλλη, της πολύ μεγάλης ζώνης ευθύνης
της.
Ο Μουσολίνι σπεύδει
Η
έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου με την επίθεση της Γερμανίας
κατά της Πολωνίας την 1η Σεπτεμβρίου 1939. η ραγδαία εξέλιξη της
κατάληψης των κρατών της Ευρώπης από τη ναζιστική Γερμανία, η οποία, ως
το τέλος Μαΐου του 1940, έχει καταλάβει την Πολωνία, τη Νορβηγία, το
Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η είσοδος του γερμανικού στρατού
στη Γαλλία και ο εξαναγκασμός των Άγγλων να τραπούν προς την Δουνκέρκη,
δίνουν την εικόνα της επερχόμενης συμφοράς της Ευρώπης.
Έκπληκτος
ο Μουσολίνι από την απρόοπτη αυτή ταχύτητα της εξέλιξης της κατάστασης
υπέρ της Γερμανίας, σπεύδει στις 10 Ιουνίου 1940 να κηρύξει τον πόλεμο
κατά της Αγγλίας και της Γαλλίας, η οποία έχει σχεδόν καταρρεύσει, γιατί
φοβάται ότι ο πόλεμος θα τελειώσει χωρίς αυτός να βρίσκεται στο τραπέζι
της μοιρασιάς του κόσμου μας.
Με
την κατάρρευση της Γαλλίας και την υπογραφή της ανακωχής στις 22
Ιουνίου 1940 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας και στις 24 Ιουνίου μεταξύ
Γαλλίας και Ιταλίας, η Ιταλία βγάζει τη μάσκα της προσποιητής
ειρηνοφιλίας με την Ελλάδα και γίνεται απειλητική.
Ο
ιταλικός Τύπος κατηγορεί την Ελλάδα ότι δήθεν συνεργάζεται με την
Αγγλία και την απειλεί με δράση. Από 12 Ιουλίου μέχρι 6 Αυγούστου
ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα προσβάλλουν χωρίς επιτυχία το βοηθητικό
πλοίο του Στόλου Ωρίων και το αντιτορπιλικό Ύδρα στον Κόλπο Κισσάμου της
Κρήτης. Βομβαρδίζουν, πάλι χωρίς επιτυχία, τα αντιτορπιλικά Βασιλεύς
Γεώργιος και Βασίλισσα Όλγα στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Τέλος, ο
τορπιλισμός της Έλλης (2.115 τόνων), στις 15 Αυγούστου 1940 στο λιμάνι
της Τήνου, ήταν πια η κατηγορηματική διαπίστωση της επικείμενης επίθεσης
κατά της Ελλάδας.
Τον
τορπιλισμό της Έλλης από ιταλικό αντιτορπιλικό αποκαλύπτει στο
Ημερολόγιό του ο κόμης Τσιάνο, ο οποίος επιρρίπτει τις ευθύνες στον
«ανισόρροπο (έτσι τον αποκαλεί) Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε
Βέκκι».
Η
εγκληματική αυτή ιταλική ενέργεια βύθισε σε βαθιά θλίψη ολόκληρο τον
ελληνικό λαό, ταυτόχρονα όμως ξεσήκωσε το μίσος κατά των Ιταλών. Η
διαίσθησή του δεν του άφηνε αμφιβολίες ότι οι εγκληματίες ήταν οι
Ιταλοί, αν και η κυβέρνηση, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας, δεν
αποκάλυψε τις αποδείξεις του εξεταστικού πορίσματος.
Οι δυνάμεις των αντιπάλων
Λίγο πριν από την εισβολή, η διάταξη των δυνάμεων είχε ως εξής:
Ιταλικές Δυνάμεις:
Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση: Διοικητής στρατηγός Βισκόντι Πράσκα. Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
Το
XXV Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Κάρλο Ρόσσι. Τέσσερις μεραρχίες
(η 23η «Φερράρα», η 51η «Σιένα», η 131η Τ/Θ «Κενταύρων» και μια μεραρχία
ιππικού). Συνολική δύναμη 42.000 άνδρες περίπου.
Το
XXVI Σώμα Στρατού. Διοικητής στρατηγός Γκαμπριέλε Νάσσι. Τέσσερις
μεραρχίες (η 49η «Πάρμα», η 29η «Πιεμόντε», η 19η «Βενέτσια» και η 53η
«Αρέτζο»). Συνολική δύναμη 44.000 άνδρες περίπου.
Μεταξύ των δύο σωμάτων στρατού στον Τομέα της Πίνδου. 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια».
Γενικό
σύνολο: 59 τάγματα πεζικού, 135 πυροβολαρχίες (23 βαριές), 150 άρματα
μάχης, 18 ίλες ιππικού, έξι τάγματα όλμων και ένα τάγμα πολυβόλων.
Ελληνικές δυνάμεις:
Θέατρο επιχειρήσεων Ηπείρου.
VIII
Μεραρχία Πεζικού: Διοικητής υποστράτηγος Χ. Κατσιμήτρος, και το
στρατηγείο της III Ταξιαρχίας Πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη
πεζικού Γιατζή Δημήτριο. Συνολικά περιλάμβανε: τέσσερις διοικήσεις
συνταγμάτων πεζικού, 15 τάγματα πεζικού, 16 πυροβολαρχίες, πέντε
ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, δύο τάγματα πολυβόλων κινήσεως, μία
πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων, μία μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Το
39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας (κινούμενο από την
Αιτωλοακαρνανία προς Ήπειρο).
Στις
12 Οκτωβρίου 1940: Τέθηκε στη διάθεση της μεραρχίας ο υποστράτηγος
Λιούμπας Ν. στον οποίο ανατέθηκε η διοίκηση του τομέα της Θεσπρωτίας.
Έφθασε μια αντιαεροπορική πυροβολαρχία (τρία πυροβόλα), η οποία
διατέθηκε για